- ὑγιεινόν
- ὑγιεινόςgood for the healthmasc acc sgὑγιεινόςgood for the healthneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υγιεινός — ή, ό/ ὑγιεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.) 2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῑς … Dictionary of Greek
Θεμίσων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος της Ερέτριας (4ος αι. π.Χ.). Το 336 π.Χ. προσάρτησε ειρηνικά τον Ωρωπό, που ανήκε τότε στην Αθήνα, στο κράτος του, προκαλώντας έτσι την αντίδραση των Αθηναίων, οι οποίοι έσπευσαν να πολιορκήσουν την πόλη.… … Dictionary of Greek